- κρυφοδαγκανιάρης, -α, -ικο
- 1. αυτός που δαγκάνει κρυφά.2. αυτός που ύπουλα βλάφτει άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφοδαγκανιάρης — α, ικο [κρυφοδαγκάνω] 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα … Dictionary of Greek